- παρανίστημι
- Α [ανίστημι]1. στήνω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («μετέωρον αὐτὸν παραναστήσας», Αθήν.)2. μέσ. παρανίσταμαι(αμτβ.) είμαι όρθιος, στέκομαι δίπλα σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρανίσταται — παρανίστημι set up beside pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek
παραναστάς — παραναστά̱ς , παρανίστημι set up beside aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραναστήσας — παραναστήσᾱς , παρανίστημι set up beside aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)